Έχω σίγουρα γράψει για το συγκεκριμένο θέμα σε προηγούμενα κείμενά μου και έχω κάνει και αναφορές σε άλλα. Επειδή όμως, από τη μία ωριμάζω και αλλάζω, αλλά και επειδή βλέπω ότι με ρωτάνε συχνά οι άνθρωποι μέσω email για το πρώτο ραντεβού και τις χρεώσεις γενικά, είπα να ξαναπιαστώ με αυτό.
Το οικονομικό ζήτημα λοιπόν μπορεί να αποβεί ένα ευαίσθητο ζήτημα στη σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου. Από την άλλη, μπορεί να είναι και πολύ απλό ζήτημα. Είναι ξεκάθαρο ότι η ψυχοθεραπεία είναι μία υπηρεσία που παρέχεται από τον εκάστοτε ειδικό, ο οποίος πρέπει να αμείβεται γι’ αυτή. Την αμοιβή του την καθορίζει ο ίδιος στο πλαίσιο της οικονομίας την ελεύθερης αγοράς και συμφωνείται εκ των προτέρων. Με αυτόν τον τρόπο έχει και ο θεραπευόμενος τη δυνατότητα να επιλέξει το θεραπευτή που του ταιριάζει και με αυτό το κριτήριο. Αφού λοιπόν είναι απλό, γιατί πολλές φορές καταλήγει να είναι ένα δύσκολο θέμα;
Ο ένας λόγος φαντάζομαι ότι είναι ότι πρόκειται για ανθρώπινη σχέση, πέρα από συνεργασία και μάλιστα ψυχοθεραπεία χωρίς ανθρώπινη σχέση δε νοείται. Μπορεί να υπάρχει λοιπόν η πεποίθηση -ή μάλλον ο φόβος;- ότι ο οικονομικός παράγοντας μπορεί να σημαίνει ότι αυτή η σχέση και τα συναισθήματα που δημιουργούνται δεν είναι γνήσια, αφού είναι στο πλαίσιο μίας οικονομικής συναλλαγής. Γι’ αυτό λοιπόν οι ψυχοθεραπευτές δεν πρέπει να διστάζουν να ανοίγουν το οικονομικό ζήτημα, όπου υπάρχει λόγος. Γιατί πίσω από τη δυσκολία των θεραπευόμενών τους με τα λεφτά, υπάρχει η ερώτηση: “Μήπως δε νοιάζεσαι για μένα πραγματικά;” Και αυτή η αγωνία των ανθρώπων που μας επισκέπτονται πρέπει να έρχεται στην επιφάνεια και να φωτίζεται, αφού ακουμπάει θέματα αυταξίας και τον τρόπο που μπορεί να σχετίζεται κάποιος.
Άλλος λόγος είναι σίγουρα η δυσκολία που έχουν οι θεραπευτές που δεν έχουν κάνει οι ίδιοι θεραπεία και δεν έχουν επόπτη ενδεχομένως. Η ψυχοθεραπευτική δουλειά που έχει κάνει ο εκάστοτε ειδικός με τον εαυτό του θεωρώ ότι είναι το σημαντικότερο προσόν του, καθώς το συναίσθημά του είναι το πολυτιμότερο εργαλείο που διαθέτει. Αν δεν έχει λογαριαστεί με το σύνδρομο του σωτήρα που μπορεί να έχει, αν δεν έχει κατανοήσει καλά γιατί διάλεξε αυτόν το δρόμο, τη σχέση του ίδιου με τα χρήματα και αν δεν υπερασπίζεται με αυτοπεποίθηση τον ρόλο του, τότε μπορεί το ζήτημα της αμοιβής να περιπλέκεται. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η οικονομική συνθήκη προστατεύει το θεραπευόμενο, αφού βάζει την επαγγελματική διάσταση και την ευθύνη του θεραπευτή στο τραπέζι και χαράζει κάποια όρια μεταξύ των δύο ανθρώπων. Και το όριο αυτό είναι που θα διευκολύνει το πλησίασμα των ανθρώπων.
Κάτι άλλο που με ρωτούν συχνά είναι αν υπάρχει χρέωση στο πρώτο ραντεβού. Η απάντηση είναι ξεκάθαρα θετική. Το πρώτο ραντεβού είναι μία σημαντική συνάντηση όπου διαμείβονται πολλά. Αφενός, υπάρχουν οι θεραπείες της μίας συνάντησης. Δεν είναι όλες οι θεραπείες μακροχρόνιες. Για την ακρίβεια, αυτή είναι η μειοψηφία των ανθρώπων που προσέρχεται στο γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή. Οι άλλοι θα κάνουν μία επίσκεψη, αμφιβάλλοντας αν τους χρειάζεται η ψυχοθεραπεία και κατά τη μοναδική αυτή συνάντηση ο ψυχολόγος πρέπει να τους γνωρίσει, να τους κατανοήσει, να συνδεθεί μαζί τους και να διερευνήσει το ερώτημά τους. Η πρώτη συνάντηση είναι μία σημαντικότατη συνάντηση. Και το να βρει κανείς τον ειδικό που του ταιριάζει είναι αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπείας του. Σαφώς και χρεώνεται λοιπόν.
Το οικονομικό ζήτημα στην ψυχοθεραπεία είναι σίγουρα πολυδιάστατο και δεν εξαντλείται σε ένα σύντομο κείμενο. Τις περισσότερες φορές το κώλυμα δεν είναι πρακτικό. Γιατί αυτό απαντιέται σχετικά εύκολα. Τις πιο πολλές φορές όμως έχει να κάνει με αγωνίες, παλιότερες καταγραφές, προβολές και συμβολισμούς και δεν πρέπει να χάνεται η ευκαιρία να διερευνάται.