Ο δύσκολος δρόμος της αποδοχής
Η αποδοχή είναι μία έννοια πολύ συχνά παρούσα στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Πρόσφατα, ένας πολύ αγαπημένος θεραπευόμενος μου περιέγραψε μία επιλογή του. Στη συνέχεια, πολύ φυσικά, χαρακτήρισα την πράξη του “κλοπή”. Γιατί αυτό ήταν. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να δείχνει ευερέθιστος και να απαντάει εριστικά και απότομα. Λίγο πριν το τέλος της συνάντησης, άντεξε να με ρωτήσει δυσαρεστημένος: “Συγγνώμη, Εύη, με θεωρείς κλέφτη δηλαδή;” Και του απάντησα ότι τον θεωρώ έναν πολύ άξιο άνθρωπο που έκανε μία εξαπάτηση/κλοπή. Ο άνθρωπος δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τις πράξεις του. Μπορώ να μην αποδέχομαι την πράξη του, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν αποδέχομαι τον ίδιο. Επίσης ότι καλό θα ήταν να το συζητήσουμε περαιτέρω στην επόμενη συνάντησή μας.
Αναφέρω το παραπάνω παράδειγμα γιατί στη δουλειά μου είμαι πολύ προσεκτική με τη ματιά που ρίχνω στους ανθρώπους. Το συγκεκριμένο άνθρωπο τον εκτιμώ σε βάθος και έχω αποδεχτεί το δύσκολο παρελθόν του. Γι’ αυτό μπόρεσα με ασφάλεια να του καθρεφτίσω αυτό που ένιωθα για την πράξη του. Γιατί έγινε μέσα από μία ματιά βαθιάς αξίωσης προς το πρόσωπό του. Υπάρχουν βέβαια και συνθήκες που είναι πραγματικές προκλήσεις για τους ειδικούς. Στη δική μου περίπτωση είναι ό,τι αφορά κακοποίηση παιδιών και ζώων. Ο καθένας μπορεί να έχει τις δικές του κόκκινες γραμμές. Αυτό σημαίνει ότι είναι πρόκληση για μένα να φροντίσω ένα θεραπευόμενο που μπορεί να έχει υπερβεί τις δικές μου κόκκινες γραμμές. Όχι ότι δεν το κάνω. Με σεβασμό όμως πάντα και στο δικό μου συναίσθημα. Όταν επιλέγω να μπω σε αυτήν την ψυχοθεραπευτική περιπέτεια όμως, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ευεργετικό και για τις δύο πλευρές.
Αναφέρθηκα προηγουμένως και στο δικό μου συναίσθημα, από την πλευρά του ψυχολόγου δηλαδή. Η αποδοχή λοιπόν περνάει μέσα από την αυτοαποδοχή. Ένας ψυχολόγος οφείλει να είναι σε ανοιχτή συζήτηση με τον εαυτό του. Να ξέρει τις κόκκινες γραμμές του και τα τυφλά σημεία του. Να επανεξετάζει ποιος είναι και πώς νιώθει για τον εαυτό του. Να αποδέχεται τις αδυναμίες του και να στηρίζει τις εφεδρίες του. Η αυτοπεποίθηση όμως, έστω κι αν αναφέρομαι στον επαγγελματικό τομέα, περνάει απαραίτητα από την επίγνωση της αδυναμίας. Συχνά κάποιος ψυχολόγος διστάζει να παραπέμψει σε συνάδελφο γιατί μπορεί να θεωρεί ότι αυτό είναι απειλητικό για το ρόλο της “αυθεντίας” που υποστηρίζει. Ο ίδιος ψυχολόγος μπορεί να δημιουργεί και με τους θεραπευόμενούς του μία δυναμική “αλάνθαστος γονιός-αδύναμο παιδί”. Γι’ αυτό και η αποδοχή είναι κάτι παραπάνω από μία έννοια που πρέπει να διέπει τη ζωή και την ψυχοθεραπεία. Είναι περισσότερο μία διεργασία. Μία βάσανος, τολμώ να πω.