Τα τελευταία χρόνια, με την άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχει αλλάξει σημαντικά ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται οι επαγγελματίες σε αυτά. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ψυχολόγους, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Θεωρώ ότι, πέρα από τα προφανή οφέλη της χρήσης των κοινωνικών δικτύων, υπάρχουν και σοβαρές συνέπειες. Γενικά μιλώντας, αναφέρομαι στην πτώση της ποιότητας του περιεχομένου και στην τάση των ανθρώπων να εκτίθενται και να εκθέτουν πτυχές του εαυτού και της προσωπικότητάς τους με τρόπο επιφανειακό, απλοϊκό και, πολλές φορές, χυδαίο.
Πολλοί ψυχολόγοι είτε έχουν πέσει στην ίδια παγίδα είτε συνειδητά επιλέγουν να προβάλλονται με αυτόν τον τρόπο. Η μεγαλύτερη ζημιά, κατά τη γνώμη μου, είναι οι «συμβουλές του 1-2-3». Είμαι σίγουρη ότι και η ίδια έχω πέσει στο παρελθόν στην ίδια παγίδα — τις περισσότερες φορές, βέβαια, επειδή μου ζητούνταν από τον Τύπο αντίστοιχα κείμενα ή ακόμα και για λόγους ευκολίας. Πόσο μακριά είναι όμως όλο αυτό από την πραγματικότητα της ψυχοθεραπείας!
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υπάρχουν έτοιμες συμβουλές που να ταιριάζουν σε όλους και να οδηγούν τον άνθρωπο στην ανακούφιση και την ευτυχία. Θέτοντας το θεραπευτικό συμβόλαιο από νωρίς στη συνεργασία με τους νέους θεραπευόμενους, αναφέρω ότι δεν έχω το κλειδί της ευτυχίας — μακάρι να είχα — και, γι’ αυτό, να μην περιμένουν από εμένα ή από κανέναν άλλον μαγικές λύσεις. Αυτό, όμως, που μπορούμε να αποπειραθούμε κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας, είναι να μπούμε στον προσωπικό δρόμο του καθενός, ώστε να βρει και να διερευνήσει τη χαρά του.
Θεωρώ ότι αντίστοιχες πρακτικές γίνονται ακόμη πιο καταστροφικές όταν παρουσιάζονται οπτικά και επενδύονται με γραφικά, μουσικές και δραματικό τόνο φωνής. Ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται την προσωπική του ευθύνη και δεν επενδύει στην ελευθερία του· αντίθετα, αποχαυνώνεται μπροστά στον «ειδικό» — την αυθεντία που ξέρει να του πει πώς να ζήσει τη ζωή του και ποιο είναι το σωστό, με έναν τρόπο γραμμικό και τόσο απλουστευτικό που καταντά αφελής.
Πρόσφατα, έκανα την πρώτη και μοναδική συνάντησή μου με έναν άνθρωπο που βίωνε μία προσωπική κρίση. Στο τελευταίο μέρος της συνάντησης και, όπως συνηθίζεται, μιλήσαμε για τις προσδοκίες του από τη διαδικασία και του εξήγησα πώς λειτουργώ. Ήταν ξεκάθαρος στο αίτημά του: «Σε αυτήν τη φάση χρειάζομαι έναν ειδικό για να βρισκόμαστε 2-3 (!) φορές την εβδομάδα και να μου λέει τι πρέπει να κάνω για να το ξεπεράσω. Πόσο θα χρειαστεί, Εύη; Πες μου… δύο-τρεις μήνες;». Αναφερόταν στον εικοσαετή γάμο του.
Αφού το συζητήσαμε και του ζήτησα να το σκεφτεί και να κάνουμε άλλη μία συνάντηση για να διερευνήσουμε τις ανάγκες του, έπρεπε να είμαι ειλικρινής μαζί του: δε λειτουργεί έτσι η ψυχοθεραπεία. Προσφέρει κάτι πολύ περισσότερο, και με πολύ διαφορετικό τρόπο. Επειδή, όμως, άλλος είναι ο στόχος του παρόντος κειμένου, δε θα επεκταθώ περισσότερο.
Μία άλλη αρνητική συνέπεια της χρήσης του διαδικτύου από τους ψυχοθεραπευτές είναι η υπερέκθεση. Λογιών λογιών ειδικοί, με πολύπλοκους και πολλές φορές κενούς νοήματος τίτλους, λένε τη γνώμη τους επί παντός επιστητού: αναλύουν ζωγραφιές, ιστορίες ανθρώπων, προσωπικότητες, πράξεις, σκέψεις, ενδεχόμενα — τις περισσότερες φορές χωρίς βάθος, χωρίς ενσυναίσθηση και χωρίς, επί της ουσίας, προσωπική και επαγγελματική ευθύνη.
Ο ψυχοθεραπευτής, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι ταπεινός και εγκρατής όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, και όχι σε θεωρίες. Ο στόχος μας δεν είναι να χωρέσουμε ανθρώπους σε θεωρητικά πλαίσια, αλλά να ανακαλύψουμε — με επίγνωση όσων δε γνωρίζουμε — την αλήθεια του καθενός, φωτίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της.
Πέρα από αυτό, όταν ένας ειδικός εκτίθεται συνεχώς, πιστεύω ότι χάνει κάτι πολύ ουσιαστικό στην ψυχοθεραπευτική πράξη: την ουδετερότητά του. Αυτό είναι που προασπίζομαι κάθε φορά που ένας θεραπευόμενος μου κάνει αίτημα φιλίας στο Facebook ή αλλού· ότι η αγάπη και η εκτίμησή μου είναι δεδομένη, αλλά καλό είναι να μην μπούμε με τρόπο άναρχο ο ένας στη ζωή του άλλου.
Προσωπικά, είμαι υπέρ της αυτοαποκάλυψης εντός του δωματίου της ψυχοθεραπείας· μίας αυτοαποκάλυψης με μέτρο και συγκεκριμένο στόχο, που δεν κινδυνεύει να οδηγήσει σε συγχώνευση.
Υπάρχει, όμως, και μία πολύ θετική παράμετρος της χρήσης του διαδικτύου από τους ειδικούς της ψυχοθεραπείας: άνθρωποι που δεν έχουν πρόσβαση σε αυτή, για πρακτικούς κυρίως λόγους, μπορούν να αφυπνιστούν και να συγκινηθούν από αντίστοιχο περιεχόμενο. Ίσως να ζυμωθεί μέσα τους η ιδέα να αναζητήσουν κάποιον για να κάνουν προσωπική δουλειά με τον εαυτό τους.
Η αλήθεια είναι ότι ο χρονισμός είναι σημαντικός· πολλοί άνθρωποι έχουν αναφέρει ότι αφορμή για να εξετάσουν τον εαυτό τους ήταν κάποιο τέτοιο ερέθισμα.
Ας κλείσει, λοιπόν, αυτό το κείμενο αναδεικνύοντας το θετικό, έναντι των ανησυχητικών, διαστάσεων της χρήσης του διαδικτύου στην ψυχοθεραπεία.

