Οι περισσότεροι άνθρωποι που απευθύνονται σε ψυχολόγους με αιτήματα γύρω από το σεξ είναι άντρες. Οι συντριπτικά περισσότεροι, θα έλεγα. Αλλά ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, το αίτημα μπορεί να αφορά λειτουργικά ζητήματα, και σπάνια τη διάθεση για σεξ ή την ποιότητά του.
Καθώς, λοιπόν, η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι διαφορετική, για προφανείς λόγους, τα αντίστοιχα αιτήματα στα γραφεία των εξειδικευμένων ψυχολόγων σπανίζουν. Και το δικό μου γραφείο δεν αποτελεί εξαίρεση.
Από την άλλη, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι όταν συζητάμε για σεξουαλικά ζητήματα με θεραπευόμενους που έχουν έρθει στο γραφείο μου με άλλες αφορμές. Έχω αναφέρει και σε άλλα κείμενα ότι συχνά οι ψυχοθεραπευτές διστάζουν να κάνουν αντίστοιχες ερωτήσεις, για διάφορους λόγους. Η ντροπή, οι ενοχές και η έλλειψη αυτογνωσίας είναι μερικοί από αυτούς. Δεν αμφισβητώ, βέβαια, ότι η διαχείριση σεξουαλικών ζητημάτων πρέπει να γίνεται με λεπτότητα και προσοχή. Αν, όμως, κάποιος θεραπευτής είναι εξοικειωμένος με αυτά τα ζητήματα, εύκολα συνειδητοποιεί πόσο συχνή είναι η μειωμένη διάθεση για σεξ στις γυναίκες – ιδίως από μία ηλικία κι έπειτα.
Είναι πολύ σύνηθες αυτό να παρατηρείται όταν έρχονται ζευγάρια για να επιλύσουν σεξουαλικές δυσκολίες. Ενώ τις περισσότερες φορές αυτές αφορούν διαταραχές στη στύση του άντρα, είναι επίσης πολύ συνηθισμένο να συνυπάρχει διαταραχή της διάθεσης στη γυναίκα.
Και αυτό είναι δηλωτικό του πόσο συχνά αυτή η γυναικεία δυσκολία παραβλέπεται – είτε μέσα στη σχέση είτε και από το ίδιο το άτομο. Όταν ρωτάω σχετικά τις θεραπευόμενες και υπάρχει δυσκολία, τις περισσότερες φορές δεν δείχνουν ανήσυχες ή στεναχωρημένες γι’ αυτό.
Θυμάμαι μία κυρία που έβλεπα στο παρελθόν. Μου ανέφερε πως, μετά την εμμηνόπαυση, έχασε κάθε διάθεση για σεξουαλικές επαφές με τον σύντροφό της και το απέδιδε εντελώς στις ορμονικές αλλαγές που είχε υποστεί. Εμένα, όμως, περισσότερο με ενδιέφερε το γιατί αυτό δεν την ανησυχούσε.
Επρόκειτο για μία ζωντανή, μορφωμένη γυναίκα με ενδιαφέρον για τις τέχνες και πολύ επιμελημένη με την εμφάνισή της. “Έτσι δε συμβαίνει άλλωστε με όλες τις γυναίκες;” αναρωτήθηκε. Στη συνέχεια, συζητήσαμε για την εμπειρία που είχε ως παιδί, με τη μητέρα της να δυσφορεί από την “πολιορκία” του πατέρα της.
Ήταν πολύ ενδιαφέρον το πώς μία σύγχρονη, μορφωμένη γυναίκα είχε τέτοιες παρωχημένες αντιλήψεις για το σεξ. Δεν πρέπει να υποτιμάται ποτέ, όμως, η διαπαιδαγώγηση και οι πρώιμες εμπειρίες ενός ατόμου και το αποτύπωμα που αφήνουν σε αυτό.
Η σχέση που έχει μία γυναίκα με το σώμα της και η λεγόμενη “εικόνα σώματος” παίζουν συχνά ρόλο στη σχέση που έχει με τη σεξουαλικότητά της. Μία κοπέλα που έβλεπα παλαιότερα στο γραφείο, στα 25 της χρόνια, δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για σεξουαλικές σχέσεις.
Είχε έρθει σε μένα για την αντιμετώπιση διατροφικών διαταραχών, κι έτσι η σχέση της με το σώμα της ήταν παραμορφωμένη και διαταραγμένη. Όταν ερχόταν η συζήτηση στο σεξ ή στον αυνανισμό, συνήθως είχε έντονες αντιδράσεις αηδίας. Είναι, όμως, γενικότερα συχνό φαινόμενο να συνυπάρχει η μειωμένη σεξουαλική διάθεση με τη φτωχή εικόνα σώματος.
Μία άσκηση που κάνουμε συχνά με τις γυναίκες είναι η παρατήρηση του γυμνού σώματός τους μπροστά σε έναν καθρέφτη για μερικά λεπτά. Είναι εντυπωσιακό πόση δυσφορία μπορεί να προκαλέσει αυτό σε κάποιους ανθρώπους και σε τι μονοπάτια σκέψεων και συναισθημάτων να τους οδηγήσει.
Άλλοι λόγοι που μπορεί μία γυναίκα να χάσει τη διάθεσή της για σεξ έχουν να κάνουν με τη σχέση: έλλειψη σύνδεσης με τον σύντροφο, άλυτες συγκρούσεις, κακή επικοινωνία, θέματα εμπιστοσύνης, έλλειψη ιδιωτικότητας, και άλλα. Κακές προσωπικές εμπειρίες, όπως η κακοποίηση, διαταραχές της διάθεσης ή αγχώδεις διαταραχές επίσης παίζουν ρόλο. Όπως έχω επισημάνει και σε άλλα κείμενα, όμως, είναι πέρα από τους στόχους του παρόντος κειμένου η παρουσίαση του φαινομένου σε μορφή εγχειριδίου.
Στόχος είναι περισσότερο ο προβληματισμός, η ανάδειξή του και η έναρξη, ενδεχομένως, μιας συζήτησης.
Τα παραπάνω, ελπίζω, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, να επιτεύχθηκαν.

