Μιλώντας για τον θυμό στην ψυχοθεραπεία

Ένα συχνό αίτημα των θεραπευόμενων, όταν ξεκινούν ψυχοθεραπεία, είναι η αντιμετώπιση του θυμού τους. Τις περισσότερες φορές τίθεται έτσι: «Είμαι μονίμως θυμωμένος και θα ήθελα να μην είμαι».

Όταν μιλάω για τον θυμό, συχνά μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα ενός από τους πρώτους θεραπευόμενούς μου με αυτό το αίτημα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο με πολύ δύσκολη ιστορία, που ξεκινούσε από τα παιδικά του κιόλας χρόνια. Οι άνθρωποι, άλλωστε, δεν ερχόμαστε στη ζωή με τα ίδια εφόδια και προοπτικές, κι εκείνος ήταν ένας από τους άτυχους. Μεγαλώνοντας έτσι, είχε και λιγότερα εργαλεία για να φτιάξει τη ζωή που ήθελε. Έκανε έναν γάμο στον οποίο οι δύο άνθρωποι δεν ήταν ευτυχισμένοι, και η ζωή του φαινόταν κενή νοήματος. Τι το ιδιαίτερο είχε αυτή η ιστορία, θα αναρωτιόταν κανείς; Θυμάμαι τον συγκεκριμένο άνθρωπο για τη βαθιά συγκίνηση που τον είχε διαπεράσει όταν του είπα με ειλικρίνεια πόσο δίκιο είχε που ένιωθε θυμωμένος και πως κι εγώ, στη θέση του, θα ένιωθα το ίδιο. Αυτό, βέβαια, δεν ήρθε αμέσως. Στην αρχή ένιωσε θυμωμένος κι απογοητευμένος και από εμένα την ίδια, θεωρώντας ότι μάλλον τον ειρωνευόμουν. Με αυτόν τον άνθρωπο, όμως, ένιωσα άμεσα βαθιά ενσυναίσθηση — χωρίς να ισχυρίζομαι ότι αυτό συμβαίνει πάντα. Πίσω από τον θυμό του βρισκόταν πραγματικός πόνος.

Και αυτή είναι μία μεγάλη αλήθεια για τον θυμό: πολλές φορές βοηθάει το άτομο να δομείται και να μπορεί να στέκεται στη ζωή του. Γιατί πρόκειται για ένα συναίσθημα που ενδυναμώνει και κινητοποιεί, σε αντίθεση με τη λύπη ή το πένθος, που συχνά οδηγούν στην καθήλωση. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να μην τον στερούμε από τον άνθρωπο πριν τον βοηθήσουμε να αναπτύξει άλλους μηχανισμούς για να διαχειρίζεται τις δυσκολίες της ζωής. Συχνά είναι αυτός που συγκροτεί το άτομο και χρειάζεται να αποδομηθεί μέσα από λεπτούς χειρισμούς.

Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί ο θυμός να είναι ο ρόλος που έχει οριστεί στο άτομο μέσα στην οικογένειά του. Θυμάμαι μία κυρία που είχε έρθει να με δει για να αντιμετωπίσει τον «δύσκολο» χαρακτήρα της κόρης της. Η μικρή ήταν δέκα χρονών, και την τρόμαζε η ιδέα του τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον — στην εφηβεία. Περιέγραφε ένα παιδί αντιδραστικό, με έντονο χαρακτήρα, που καταλάβαινα καλά γιατί δυσκόλευε τους γονείς του. Από την άλλη, μπροστά μου είχα μία γυναίκα εξαιρετικά στωική, χαμογελαστή και ευπροσήγορη. Αναρωτήθηκα, λοιπόν, αν τη θυμώνει η κόρη της, η οποία φαινόταν πραγματικά προκλητική. Ενώ μου απάντησε μετριοπαθώς ότι όντως τη θυμώνει, δεν ένιωσα κάτι τέτοιο και το διερευνήσαμε περαιτέρω. Ήταν σαφές — για να μη μακρηγορώ — ότι επρόκειτο για μία γυναίκα που μπλόκαρε, από παιδί, τον θυμό της, για να ταιριάξει με τη σειρά της στη δική της πατρική οικογένεια. Περάσαμε τις υπόλοιπες συνεδρίες μιλώντας για τα δικά της συναισθήματα και πώς βιώνει τον θυμό της ανάλογα με τις εμπειρίες της ζωής, προσπαθώντας να αποκαταστήσουμε την εμπειρία του θυμού για την ίδια. Σταδιακά, ήταν λιγότερο απειλητικό συναίσθημα για εκείνη και μπόρεσε να σταθεί επαρκέστερα στις προκλήσεις της κόρης της.

Σαφώς πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό θέμα και πολλοί είναι οι λόγοι που οδηγούν τους ανθρώπους να δυσκολεύονται με τη διαχείριση του θυμού τους. Είναι, όμως, πέρα από τις δυνατότητες αλλά και τις προθέσεις του παρόντος κειμένου να εξαντλήσει το θέμα — για το οποίο έχουν γραφτεί και μπορούν να γραφτούν ακόμα βιβλία ολόκληρα. Η πρόθεσή μου, όμως, μέσα από αυτό το κείμενο είναι να αποκατασταθεί η αξία του θυμού και οι άνθρωποι να τον αξιοποιούν, αντί να τον καταστέλλουν ή να τον αγνοούν. Όσο για το γιατί προτιμάμε να τον αποσιωπούμε, ίσως θα έπρεπε να ακολουθήσει και άλλο κείμενο. Αν, όμως, έστω κι ένας αναγνώστης αυτού εδώ του κειμένου πείστηκε ότι πρέπει να διερευνήσει τον θυμό του, τότε μάλλον το κείμενο άξιζε να γραφτεί.