Μπορεί να έχω ξαναγράψει κάτι ανάλογο, μπορεί και όχι. Η αλήθεια είναι ότι με απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα κατά διαστήματα. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν μία πρόσφατη συνάντηση με μία θεραπευόμενη που βλέπω εδώ και περίπου έναν χρόνο. Στην τελευταία μας συνάντηση, μου ανέφερε ότι ο σύζυγός της ανακάλυψε την εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε εδώ και χρόνια και ξεκίνησε να μου μιλάει γι’ αυτές τις τελευταίες εξελίξεις στη ζωή της. Είχα μείνει έκπληκτη και, μόλις λίγο πριν το τέλος της συνάντησης, τη ρώτησα: “Πώς και δε σκέφτηκες ποτέ να το συζητήσουμε στην ψυχοθεραπεία;” Η απάντησή της ήταν αφοπλιστικά ειλικρινής: “Μα δεν ήθελα να σταματήσω.”
Μπορεί αυτό να μην είναι κάτι σύνηθες, αλλά με έβαλε για άλλη μία φορά στη σκέψη ποιο κομμάτι τους φέρνουν πραγματικά οι άνθρωποι στην ψυχοθεραπεία. Θυμάμαι στο παρελθόν να έχω συναντηθεί τυχαία, σε μία έξοδο, με έναν θεραπευόμενό μου. Δε με είχε εντοπίσει στην αρχή κι εγώ δε χαιρετάω ποτέ πρώτη, από διακριτικότητα, αν συναντήσω κάποιον θεραπευόμενο κοινωνικά. Αυτό που έβλεπα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση: έναν άνθρωπο κοινωνικό, με γοητεία, που απολάμβανε την προσοχή της παρέας του. Την ίδια περίοδο, αυτό που μας απασχολούσε στις συνεδρίες ήταν το πόσο ανικανοποίητος και παραγνωρισμένος ένιωθε από την κοινωνική του ζωή. Δεν ισχυρίζομαι, βέβαια, ότι έλεγε ψέματα· περισσότερο ότι υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα στην πραγματικότητα του καθενός και κάποιες φορές μπορεί να εστιάζει κάπου και να μη διακρίνει κάτι άλλο. Αυτή η συνάντηση υπήρξε πολύ βοηθητική και έδωσε άλλη τροπή στη συνεργασία μας.
Γιατί, όμως, κάποιοι θεραπευόμενοι φέρνουν μόνο ένα κομμάτι τους στη θεραπεία;
Παραπάνω ανέφερα ένα παράδειγμα όπου αυτό συνέβη σχετικά συνειδητά κι άλλο ένα, λιγότερο συνειδητά. Εν μέρει, λοιπόν, μπορεί να συμβαίνει επειδή δεν έχουν την ανάλογη επίγνωση — κι αυτός, φαντάζομαι, είναι ένας από τους λόγους που αναζητά κανείς ψυχοθεραπεία. Μπορεί, βέβαια, να έχει να κάνει και με την ίδια τη συνθήκη· να μην έχει δημιουργηθεί το ανάλογο κλίμα εμπιστοσύνης και αποδοχής. Σε αυτό είμαι και η ίδια συνυπεύθυνη — και το ονομάζω έτσι γιατί θεωρώ ότι η ψυχοθεραπεία είναι μία συνεργατική διαδικασία. Όταν διαμορφώνουμε το θεραπευτικό μας συμβόλαιο, συχνά λέω στους ανθρώπους ότι δουλεύουμε με το υλικό που οι ίδιοι φέρνουν και προχωράμε με τον ρυθμό που συνδημιουργούμε. Σίγουρα είμαι υπεύθυνη να ενθαρρύνω και να κινητοποιώ τους θεραπευόμενους, παραμένοντας παρούσα και εμβαθύνοντας όπου υπάρχει περιθώριο. Σίγουρα, η ίδια η διαδικασία ορίζεται και από τον ψυχοθεραπευτή και εμπλουτίζεται με τις γνώσεις, το ταλέντο και τη διορατικότητά του, αλλά στόχος μας δεν είναι ένας παθητικός, εξαρτημένος θεραπευόμενος· είναι ένας θεραπευόμενος που, μέσα από τη συναισθηματική του ενηλικίωση — αφού αναλάβει δηλαδή την ευθύνη της ζωής του — αποκτά ισοδύναμο ρόλο στη θεραπευτική σχέση.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και όσα δεν ειπώνονται από τον θεραπευόμενο σε σχέση με τον θεραπευτή του. Πρόσφατα με ρώτησε ένας φίλος για κάτι που συνέβαινε στη δική του ψυχοθεραπεία. Μου ανέφερε ότι η ψυχοθεραπεύτριά του συχνά τού έλεγε εμπειρίες και πληροφορίες από τη ζωή της που ένιωθε ότι ήταν περιττές. Μου περιέγραψε, για παράδειγμα, ότι την κάλεσε για να κλείσουν ραντεβού και εκείνη τού είπε πως ήταν σε διακοπές και μάλιστα του έστειλε και φωτογραφία (!). Με ρώτησε, λοιπόν, τη γνώμη μου, κι εγώ τον ρώτησα πώς τον έκανε να νιώσει αυτό. “Κάπως περίεργα”, μου απάντησε. “Γιατί, λοιπόν, δεν της το συζητάς;” αναρωτήθηκα, και μου είπε ότι δεν τον ενοχλούσε τόσο και δεν ήθελε να χαλάσει το καλό κλίμα που υπήρχε μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, δίσταζε να την κάνει να νιώσει αμήχανα. Από την πλευρά μου, τον διαβεβαίωσα ότι στόχος αυτής της σχέσης είναι να νιώσει ο ίδιος καλύτερα και να βοηθηθεί — κι όχι η διαχείριση των συναισθημάτων της ψυχοθεραπεύτριας σε αυτό το επίπεδο. Δεν το συζητήσαμε περαιτέρω, γιατί συνήθως είμαι πολύ προσεκτική όταν αναφέρομαι σε ψυχοθεραπείες άλλων ή σε προηγούμενες εμπειρίες θεραπευομένων μου. Ο λόγος είναι ότι γνωρίζω καλά πως η οπτική του ενός ανθρώπου δεν ισοδυναμεί με αντικειμενικότητα και αλήθεια. Από την άλλη, η ψυχοθεραπευτική σχέση είναι πολύτιμο εργαλείο και η αξιοποίησή της αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα οφέλη της ψυχοθεραπείας.
Μπορεί το παρόν κείμενο να αφορά όσα δε λέγονται στην ψυχοθεραπεία από την πλευρά των θεραπευομένων. Ίσως να προέκυψε έτσι, ίσως και από πρόθεση. Μάλλον θα πρέπει να ακολουθήσει και δεύτερο μέρος, που να αφορά αυτά που δε λέγονται από τη μεριά των θεραπευτών — κι αυτό, ίσως, να είχε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Οσονούπω, λοιπόν.

