Ψυχοθεραπεία σε καιρό κρίσης

Ψυχοθεραπεία σε καιρό κρίσης..

Ψυχοθεραπεία

Πρόκειται για ένα θέμα με το οποίο θέλω εδώ και καιρό να καταπιαστώ και το οποίο χρήζει πολύπλευρης εξέτασης. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι διάγουμε μία περίοδο βαθύτατης ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Ποτέ άλλοτε δε θυμάμαι τα πράγματα να ήταν τόσο «ρευστά» όσο σήμερα. Κάτι που πολλές φορές γίνεται ολοένα και δυσκολότερο να διαχειριστούμε. Ο άνθρωπος λοιπόν αναγκάζεται να θέσει προτεραιότητες στη ζωή του, να περιορίσει τα έξοδά του και να αξιολογήσει  τις ανάγκες του. Ποια θέση έχει η επίσκεψη στον ψυχολόγο ανάμεσα σ’ αυτές; Και  πόσο μάλλον η δέσμευσή του σε μία ψυχοθεραπευτική διαδικασία;

Οι απορίες αυτές λύνονται σχετικά εύκολα αν παρατηρήσω προσεκτικότερα τους ανθρώπους που επισκέπτονται κάθε εβδομάδα το γραφείο μου. Αντίθετα με τις εκτιμήσεις κάποιων δεν πρόκειται για κόσμο που «του περισσεύουν» ή «που τα φέρνει εύκολα βόλτα».

Είμαι από τους επαγγελματίες που ποτέ δε θεώρησα ότι απευθύνομαι σε λίγους ή ότι η ψυχοθεραπεία απευθύνεται σε μία ελίτ ανθρώπων που αφού έχουν λύσει τα πρακτικά, αναγκαία ζητήματα στη ζωή τους, στρέφονται και σε μία διαδικασία ενδοσκόπησης. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει πιο στρεβλή άποψη για το επάγγελμά μου από την παραπάνω. Η ψυχοθεραπεία απευθύνεται σε μία ευρεία ομάδα κόσμου και πρέπει να έχει πρόσβαση σ΄αυτήν ο οποιοσδήποτε. Θα πρέπει να κατανοήσει κανείς ότι όπως απευθυνόμαστε στον παθολόγο για κάτι παθολογικό που μας συμβαίνει, εξίσου σημαντικό είναι να απευθυνόμαστε και στον ψυχολόγο όποτε νιώθουμε ότι κάποιο συναισθηματικό κώλυμα δυσχεραίνει τη ζωή μας και την αναζήτηση της ευτυχίας μας.

Κάθε φορά που ακούω από το περιβάλλον μου λοιπόν ότι πρόκειται για μία πολυτέλεια, έχω να αντιπαραθέσω τις –ουκ ολίγες- περιπτώσεις θεραπευόμενων που δεν είναι ευνοημένοι οικονομικά και παρόλα αυτά είναι δεσμευμένοι στο εβδομαδιαίο ραντεβού μας και δουλεύουν με ζήλο για να βελτιωσούν τα δεδομένα της ζωής τους. Μία από τις πρώτες θεραπευόμενές μου, η φοιτήτρια Σ. ήταν ένα τυπικό παράδειγμα τέτοιας θεραπευόμενης. Κοπέλα που τίποτα δεν της ήρθε εύκολο στη ζωή της και δούλευε ανελλιπώς χωρίς να έχει εναλλακτική λύση, στερούμενη από οποιαδήποτε στήριξη από το οικογενειακό της περιβάλλον. Δεν έχω συναντήσει λοιπόν συνεπέστερο και άνθρωπο με μεγαλύτερο ζήλο ως προς τη θεραπεία της. Παρά το εξοντωτικό της πρόγραμμα, δεν έχανε καμία συνάντησή μας και για κανένα λόγο. Η πρόοδος και οι αλλαγές που κατάφερε στη ζωή της είναι αξιοθαύμαστες και αποτέλεσε για μένα σημαντικό μάθημα επιμονής και εργατικότητας. Ακόμα και τώρα, που οι συναντήσεις μας έχουν περάσει σε άλλη φάση και είναι πλέον αραιές, δεν παραλείπω να της λέω πόσο την καμαρώνω γι’ αυτά που κατάφερε παρ’ όλες τις οικονομικές και άλλες δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή της.Εδώ ερχόμαστε και οι επαγγελματίες να κάνουμε τις απαραίτητες προσαρμογές στις απαιτήσεις μας. Λίγοι είναι οι επαγγελματίες που δεν έχουν προσαρμόσει την αμοιβή τους στην πραγματικότητα της εποχής. Ακόμα βέβαια συναντά κανείς υπερβολικές αμοιβές και πάντα εκπλήσσομαι από τις απαιτήσεις προβεβλημένων κυρίως συναδέλφων.

Περισσότερο εκπλήσσομαι βέβαια από τη μερίδα εκείνη του κόσμου που θεωρεί ότι επειδή κάποιος ειδικός προβλήθηκε σε κάποιο μέσο, τότε θα είναι και σίγουρα καλός στη δουλειά του και επομένως μπορεί να αξιώνει πολλαπλάσια –πολλές φορές- αμοιβή από αυτή που ορίζουν οι επίσημοι σύλλογοι επαγγελματιών. Ο θεραπευόμενος οφείλει να μοιράζεται το οικονόμικό του κώλυμα και να συζητά μία προσαρμογή αν είναι εφικτό. Και μαζί με τον ειδικό να προσπαθούν να βρουν την καλύτερη δυνατή λύση, όπως έκπτωση στην αμοιβή για κάποιο διάστημα, αραιότερες συναντήσεις ή παραπομπή σε κάποιο δημόσιο φορέα.

Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια φορά που να μη βρέθηκε μία ικανοποιητική λύση σε αντίστοιχο –οικονομικό- πρόβλημα μετά από ειλικρινή και ανοιχτή συζήτηση με το θεραπευόμενο.

Μία ακόμη συνέπεια της οικονομικής κρίσης, όχι μόνο στο δικό μου το πεδίο, αλλά και γενικότερα, είναι ότι τώρα πια περισσότερο από ποτέ παρατηρείται η ανάγκη να αξιολογούμε το πού θα απευθυνόμαστε και ποιες υπηρεσίες θα επιλέγουμε. Αυτή θα την κατέτασσα στις θετικές συνέπειες μάλλον. Ο χώρος της ψυχολογίας έχει κατά κόρον γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από ανθρώπους που δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα και –κυρίως- την απαραίτητη εκπαίδευση για να υπηρετούν την ψυχική υγεία. Σύμβουλοι ψυχικής υγείας είναι πολλές φορές άνθρωποι που δεν έχουν πάρει κάποια βασική πανεπιστημιακή εκπαίδευση στο αντικείμενο και έχουν απλά παρακολουθήσει κάποια ιδιωτική και πολλές φορές απλά σεμιναριακού τύπου εκπαίδευση από ιδιωτικό ινστιτούτο που δεν αξιολογεί τους εκπαιδευόμενούς του.

Υπάρχουν ουκ ολίγοι άνθρωποι εκεί έξω με διάφορες ειδικότητες, από οικονομικά ως ανθρωπολογία στην καλύτερη περίπτωση ή ακόμα και ανειδίκευτοι που ασκούν χρέη «συμβούλου ψυχικής υγείας». Υπάρχουν ακόμα επαγγελματίες με πτυχία που δεν αναγνωρίζονται στην Ελλάδα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ψυχολόγου και αυτό είναι κάτι για το οποίο πρέπει να λαμβάνει γνώση κάποιος που αποφασίζει να επισκεφτεί το γραφείο κάποιου ειδικού. Το κατά πόσο δηλαδή αυτός είναι όντως ειδικός.

Μία απλή ερώτηση για το αν ο εκάστοτε επαγγελματίας έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ψυχολόγου ή τι κατάρτιση έχει πολλές φορές αρκεί. Είναι σημαντικό και οι δύο πλευρές πια να γίνουν περισσότερο υπεύθυνες. Και οι άνθρωποι που προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες, αλλά και αυτοί που τις επιλέγουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *