Η αυτοαποκάλυψη στην ψυχοθεραπεία

Η διαδικασία της ψυχοθεραπείας δομείται πάνω σε μία σχέση. Τη σχέση του θεραπευτή με το θεραπευόμενο. Μία σχέση που πρέπει να διέπεται από όλα αυτά τα στοιχεία που κάνουν μία σχέση ποιοτική: το σεβασμό, την αφοσίωση, την ειλικρίνεια, την αμοιβαιότητα, την ισοτιμία. Την ίδια στιγμή, βέβαια, υπάρχει και ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που λειτουργεί προστατευτικά και φροντιστικά και για τις δύο πλευρές. Στο πλαίσιο υπάγεται και ο σκοπός αυτής της συνάντησης: ο θεραπευόμενος να κατακτήσει περισσότερη ευχαρίστηση και ικανοποίηση από τη ζωή του.

Η αυτοαποκάλυψη του θεραπευτή αναφέρεται στις στιγμες εκείνες που ο ίδιος μοιράζεται επεισόδια ή εμπειρίες από τη ζωή του στο θεραπευόμενο. Είναι κάτι που συζητηθεί πολύ μεταξύ των θεραπευτών και των διαφορετικών σχολών που υπάρχουν. Κάποιες σχολές, όπως η ψυχοδυναμική, επιτάσσουν ο θεραπευτής να είναι λευκό χαρτί, ένας καθρέφτης για το θεραπευόμενο, ενώ άλλες, όπως η υπαρξιακή προσέγγιση, είναι σαφώς πιο δεκτικές στην αυτοαποκάλυψη και αναγνωρίζουν τη θεραπευτική της αξία.

Ένα σημαντικό στοιχείο της αυτοαποκάλυψης είναι ότι πρέπει να εξυπηρετεί την ψυχοθεραπευτική διαδικασία και να είναι προς όφελος του θεραπευόμενου. Με κάποιους θεραπευόμενους, για παράδειγμα, έχω μοιραστεί την εμπειρία της νοσηλείας μου ή του γεγονότος ότι πάσχω από ένα αυτοάνοσο σύνδρομο. Το βίωμα της διαδρομής από την απελπισία στο νόημα είναι ο λόγος. Και η εμπιστοσύνη ότι το νόημα μπορεί να αναδυθεί από μία τέτοια εμπειρία. Θυμάμαι συχνά μία θεραπευόμενη που έπασχε από καρκίνο και την προσπάθειά μου να συναισθανθώ τον παραλυτικό φόβο του θανάτου που βίωνε. Από τη μία μπορούσα να τον αναγάγω στη δική μου εμπειρία, από την άλλη να θυμάμαι ότι δεν ξέρω τίποτα για τη δική της. Αυτό που της είπα ήταν κάπως έτσι: “Θυμάμαι αυτή τη στιγμή από τη δική μου εμπειρία και αυτές τις σκέψεις. Αναρωτιέμαι πόσο κοντά ή πόσο μακριά είναι αυτό από τη δική σου εμπειρία.” “Μπορεί να φαίνεται αδιανόητο τώρα, αλλά έχω εμπιστοσύνη ότι κάποια στιγμή θα νιώσεις ότι αυτή η εμπειρία μπορεί και να σου δώσει πράγματα, όχι απλά να σου στερεί.”

Υπάρχουν σαφώς πολλές φορές που ο θεραπευτής ταυτίζεται με το θεραπευόμενο. Εκεί είναι σημαντικό να αναλογιστεί τι θα εξυπηρετήσει το μοίρασμα αυτής της ταύτισης και πώς μπορεί να νιώσει με αυτό ο θεραπευόμενος. Κοινώς, στην αυτοαποκάλυψη πρέπει να υπάρχει ένας στόχος, όπως σε όλες τις παρεμβάσεις του ψυχοθεραπευτή άλλωστε. Όταν πέθανε ο σκύλος μου, οι θεραπευόμενοι ήταν ενήμεροι, αφού η σκυλίτσα αυτή, ούσα στωική και ήσυχη, ήταν παρούσα στις περισσότερες συνεδρίες. Εκείνη την περίοδο συχνά ξεκινούσαμε τις συναντήσεις με την απορία των θεραπευόμενων για το πώς νιώθω. Είχα προβληματιστεί για το πόσο ειλικρινής πρέπει να είμαι. Υπήρχε ο κίνδυνος να νιώσουν την ανάγκη να με φροντίσουν ή να μη με “φορτώνουν” με τα δικά τους. Ο στόχος των συναντήσεών μας ήταν βέβαια σαφής: η δική τους φροντίδα, όχι η δική μου. Από την άλλη, η δόμηση μίας ειλικρινούς και κοντινής σχέσης, απαραίτητο κομμάτι της ψυχοθεραπείας, κάποιες φορές συνεπάγεται τέτοια μοιράσματα. Σε κάποιους θεραπευόμενους μοιραζόμουν αυτό μου το δίλημμα, σε άλλους απαντούσα ήρεμα και σταθερά ότι ήμουν βαθιά λυπημένη αλλά πολύ παρούσα στις συναντήσεις μας. Και ήταν αλήθεια. Είχα πολλή αγωνία και περιέργεια για το πώς και αν θα επηρέαζε αυτή η απώλεια το περιεχόμενο κάποιων συναντήσεων. Γιατί η απουσία του σκύλου από το δωμάτιο επηρέαζε σαφώς το κλίμα, αλλά σίγουρα όχι όλους τους θεραπευόμενους με τον ίδιο τρόπο.
Κλείνοντας, η αυτοαποκάλυψη είναι ένα δυνατό και πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του θεραπευτή. Αρκεί να χρησιμοποιείται με σύνεση και ξεκάθαρο στόχο. Η αυτογνωσία του θεραπευτή παίζει κι εδώ κομβικό ρόλο. Όταν όμως είναι σωστός ο συγχρονισμός, τότε μπορεί να αναβαθμίσει τη σχέση. Πολλοί θεραπευόμενοι θα ομολογήσουν πόσο σημαντική ήταν γι’ αυτούς αυτή η εμπιστοσύνη. Και τις περισσότερες φορές αυτό αντανακλά με θετικό τρόπο στην ψυχοθεραπεία, καθιστώντας τη μία πιο προσωπική και ανθρώπινη εμπειρία και για τις δύο πλευρές.